δίκοχος

δίκοχος
-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο γωνιώδεις προεξοχές
2. επίσημο καπέλο τών διπλωματών, τρικαντό
3. το ουδ. ως ουσ. το δίκοχο
στρατιωτικό πηλήκιο χωρίς γείσο, με δύο μυτερές άκρες μπρος και πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόχη*. Το ουδ. δίκοχο με τη σημασία «είδος καπέλου» θεωρείται απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. bicorne)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δίκωχος — ο δίκοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ιστορικής Μνήμης Ελευθερίου Βενιζέλου — Λειτουργεί από το 1975 στον πρώτο όροφο του κτιρίου όπου στεγαζόταν η λέσχη του κόμματος των Φιλελευθέρων (Χρήστου Λαδά 2, Αθήνα). Στη συλλογή του περιλαμβάνονται φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα και διάφορα άλλα είδη της εποχής του Ελευθέριου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”