- δίκοχος
- -η, -ο1. αυτός που έχει δύο γωνιώδεις προεξοχές2. επίσημο καπέλο τών διπλωματών, τρικαντό3. το ουδ. ως ουσ. το δίκοχοστρατιωτικό πηλήκιο χωρίς γείσο, με δύο μυτερές άκρες μπρος και πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόχη*. Το ουδ. δίκοχο με τη σημασία «είδος καπέλου» θεωρείται απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. bicorne)].
Dictionary of Greek. 2013.